- πολλοστημοριος
- πολλοστημόριοςπολλοστη-μόριος2составляющий крайне малую часть Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολλοστημόριος — a number of times smaller masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστημόριος — ο / πολλοστημόριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν) το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῡτο ὧν σε δεῑ παθεῑν», Λουκιαν.) αρχ. ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῡ πρότερον»,… … Dictionary of Greek
πολλοστημόριον — πολλοστημόριος a number of times smaller masc/fem acc sg πολλοστημόριος a number of times smaller neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστημορίου — πολλοστημόριος a number of times smaller masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστημορίους — πολλοστημόριος a number of times smaller masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστημορίῳ — πολλοστημόριος a number of times smaller masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστημόρια — πολλοστημόριος a number of times smaller neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)